εφεστρίς

εφεστρίς
ἐφεστρίς, -ίδος, ἡ (ΑΜ, Μ και ἐφεστρίδα) [εφέννυμι]
επανωφόρι, μανδύας («πάνυ δὲ παχεῑαι ἐφεστρίδες», Ξεν.)
μσν.
σέλα
αρχ.
1. χιτώνας φιλοσόφου
2. στρατιωτική χλαμύδα («κροσσωτὴν ἐφεστρίδα», Πλούτ.)
3. μανδύας γερουσιαστή («πᾱσα ἡ σύγκλητος μελαίναις ἐφεστρίσι χρώμενοι», Ηρωδιαν.)
4. γυναικείο φόρεμα
5. (και ως επίθ.) «χλαμὺς ἐφεστρίς»
6. κάλυμμα, σκέπασμα
7. (κατά τόν Ζων.) «ἐφεστρίδες
αἱ ἄγαμοι παρθένοι».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐφεστρίς — upper garment fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφεστρίδα — ἐφεστρίς upper garment fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφεστρίδας — ἐφεστρίς upper garment fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφεστρίδες — ἐφεστρίς upper garment fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφεστρίδι — ἐφεστρίς upper garment fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφεστρίδος — ἐφεστρίς upper garment fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφεστρίδων — ἐφεστρίς upper garment fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφεστρίσι — ἐφεστρίς upper garment fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφεστρίσιν — ἐφεστρίς upper garment fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφεστρίδιον — ἐφεστρίδιον, τὸ (Α) υποκορ. τού ἐφεστρίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐφεστρίς + κατάλ. υποκορ. ιδιον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”